ΑΡΝΟΥΜΑΙ ΝΑ ΜΑΡΑΘΩ


Της Άννυ Αγγελοπούλου για το protagon.gr

  Ξυπνώ και σήμερα χαρούμενη, που ξημερώνει καινούρια μέρα και σκοπός είναι να είναι διαφορετική από την προηγούμενη. Ξεκινώ για τη δουλειά (χαίρομαι που έχω δουλειά!), επιβιβάζομαι στον συρμό, βρίσκω θέση και ανοίγω το βιβλίο μου. Το τρένο ξεκινά. Το κούνημα του βαγονιού, μου προκαλεί νύστα και οι λέξεις πηγαινοέρχονται στον ίδιο ρυθμό.
  Νομίζω ότι και το μυαλό μου πηγαινοέρχεται. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Αλλάζω σελίδες, χωρίς να θυμάμαι τι έχω διαβάσει λίγο νωρίτερα. Οι σταθμοί περνούν, κόσμος τρέχει να προλάβει το δρομολόγιο, ανεβαίνει, κατεβαίνει, κοιτά ολόγυρα με βλέμμα πλάνο και μουντό, συγκεκριμένο ή χαμένο. Η ώρα περνά και ο “Επόμενος σταθμός: Εθνική Άμυνα” ακούγεται πάλι. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στους γύρω, χαμογελώ. Χωρίς λόγο, νομίζω. Ή μήπως όχι; Αποβιβάζομαι. Η πρώτη φάση της ημέρας είναι ακριβώς ίδια με την προηγούμενη. Δεν πειράζει, σκέφτομαι, είμαι σίγουρη ότι θα αλλάξει στην πορεία
  Μπαίνω στο γραφείο, με μια κούπα ζεστό καφέ, καλημερίζω τους συνεργάτες και παίρνω θέση. Ανοίγω τον υπολογιστή (μετά από τόσα χρόνια δεν έχει καταφέρει να κάνει τίποτα μόνος του!), τα τηλέφωνα κουδουνίζουν, όλοι κάτι θέλουν, όλοι κάτι ψάχνουν, άλλη μια στοίβα χαρτιά που χρήζει διεκπεραίωσης, εντολές άνωθεν, κάτωθεν και εκατέρωθεν. Η επόμενη φάση είναι ο πονοκέφαλος, αν και πίστευα ότι θα γλύτωνα σήμερα. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά.

  Πέντε το απόγευμα και είμαι ακόμη εδώ. Γιατί; Δεν έχω σπίτι και οικογένεια; Δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω; Κι όμως έχω. Έχω να πάω για χορό. Έχω να πάω για καφέ και κουβέντα με τις αγαπημένες φιλενάδες. Έχω να πάω μια βόλτα και να χαθώ στο στοχασμό. Έχω να μην κάνω τίποτα!, γιατί εγώ το διάλεξα…
  Και συνέρχομαι απότομα. Γιατί κατάλαβα ότι τα έχασα όλα αυτά και συνεχίζω να χάνω. Λίγο-λίγο, αργά και βασανιστικά. Και είμαι υποχρεωμένη να κάθομαι σε ένα γραφείο και να σκέφτομαι τις χαμένες δικές μου ώρες, αυτές που κάποτε, όχι πολύ μακριά, έκαναν τις μέρες μου να είναι διαφορετικές. Σαν ανάμνηση παλιά μοιάζουν όλα, αφού έπαψε η εναλλαγή εικόνων και παραστάσεων, που δεν με άφηνε να βαριέμαι και πλήττω.  Και δουλεύω, χωρίς σκοπό. Λέω ευχαριστώ που έχω δουλειά. Η παρατεταμένη ρουτίνα με κουράζει. Στο σπίτι, το χαζοκούτι επιβεβαιώνει την ύπαρξή του και τα πορτοπαράθυρα, που τα λένε συνεντεύξεις, ανοιγοκλείνουν ολημερίς, χωρίς να μου προκαλούν οποιοδήποτε ενδιαφέρον. Προτιμώ να κοιτάζω τη μαύρη οθόνη και να σκέφτομαι, με ένα άδειο πια μυαλό, που μοιάζει έτοιμο να γεμίσει με σκουπίδια. Χωρίς αποτέλεσμα όμως...
  Δεν θέλω να μιλάω για τα πολιτικά, ούτε για τα οικονομικά. Με θυμώνουν και με γερνούν. Θέλω να μιλάω μόνο γι’ αυτά που νιώθω και με κάνουν να αισθάνομαι ανάλαφρα· για ανθισμένους κήπους, γαλήνιες θάλασσες, καθαρούς ουρανούς… Και τώρα, που είμαι ακόμα λουλούδι, θα γίνω ξαφνικά χταπόδι! Έτσι μαγικά. Θα αλλάξω χρώμα. Θα ξεγλιστρήσω από τον εχθρό, για να διασώσω όσο είναι καιρός, κάτι από εκείνη την ροδαλή ακόμα ανθισμένη ομορφιά, που δείχνει να χάνεται σιγά-σιγά κάθε μέρα που περνά. Εκείνη που μοιάζει έτοιμη να δοθεί σ’ αυτούς, που έχουν βάλει σκοπό να την αρπάξουν και ελπίζω η προσπάθειά τους να μην έχει αποτέλεσμα...

Γιατί αρνούμαι να μαραθώ.